Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιξούμαι — ἰξοῡμαι, όομαι (Α) [ιξός] βλ. ιξώ … Dictionary of Greek
ιξωτός — ἰξωτός, ή, όν (Μ) [ιξούμαι] αυτός που συλλαμβάνεται με ιξό … Dictionary of Greek
ιξώ — ἰξῶ, όω (ΑΜ) [ιξός] 1. αλείφω με ιξό 2. παθ. ἰξοῡμαι, όομαι συλλαμβάνομαι από ιξό … Dictionary of Greek